- καλπονοθεύω
- αμετ.1) подделывать результаты голосования, фальсифицировать выборы; 2) перен. фальсифицировать, извращать, искажать.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καλπονοθεύω — 1. νοθεύω το αποτέλεσμα τών εκλογών με παραβίαση τών καλπών και με προσθήκη ή αφαίρεση ψήφων 2. εμφανίζω τα πράγματα ανακριβώς, πλαστογραφώ την αλήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάλπη (Ι) + νοθεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Α. Φατσέα] … Dictionary of Greek
καλπονοθεύω — ευσα και εψα, εύτηκα, καλπονοθε(υ)μένος, νοθεύω το αποτέλεσμα της εκλογής με παραβίαση των καλπών: Παλαιότερα καλπονόθευαν τις εκλογές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακαλπονόθευτος — η, ο [καλπονοθεύω] 1. (κυρίως για εκλογή) που δεν έχει καλπονοθευτεί, όταν δεν έχει αλλοιωθεί το αποτέλεσμα με νοθείες στην ψηφοδόχο 2. (γενικά) αυτός που έγινε χωρίς δόλο και απάτη, ανόθευτος, γνήσιος … Dictionary of Greek
καλπονόθευση — η η πράξη και το αποτέλεσμα του καλπονοθεύω, νόθευση του αποτελέσματος των εκλογών: Σε μερικές περιοχές έγινε μεγάλη καλπονόθευση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)